ΠΡΙΝΟΚΟΚΚΙ ΚΑΙ ΒΕΛΑΝΙΔΙ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

Η παραγωγή προϊόντων στη Βουφράδα την περίοδο της πρώτης Ενετοκρατίας είναι ελάχιστη. Λίγα κτηνοτροφικά, λίγες ελιές και λίγο κρασί είναι τα μόνα της προϊόντα. Κι ενώ μεγάλη πείνα περίμενε το λαό, μετά το 1316 μ.Χ  έχουμε μια ριζική αλλαγή. Η περιοχή σώθηκε χάρις στο Πρινοκόκκι που έβγαινε άφθονο από τα πουρνάρια που σκέπαζαν το μεγαλύτερο μέρος της Βουφράδας, καθώς και χάρις στο κύπελλο του καρπού της Γλυκοβελανιδιάς που και αυτό αφθονούσε στην περιοχή.

Την περίοδο αυτή η ανατολική Βουφράδα ήταν σκεπασμένη από τεράστιες εκτάσεις με πουρνάρια. Από το 1320 έως το 1850 οπότε θα κυκλοφορήσουν στην αγορά οι χημικές βαφές, οι λόγγοι με τα πουρνάρια θα δίνουν το «κρεμέζι» που θα χρησιμοποιείται για τη βαφή των ρούχων. Κάθε Μάιο και Ιούνιο όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Βουφράδας έτρεχαν από πουρνάρι σε πουρνάρι για τη συγκομιδή, συγκέντρωση και προώθηση στους Βενετούς και Γάλλους εμπόρους. Ο Θεόδωρος Τσερπές μας δίνει τις παρακάτω πολύτιμες πληροφορίες για το προϊόν αυτό: «Από παλιά το κόκκινο χρώμα τόβγαζαν κυρίως απ' τις ρίζες ενός φυτού που σπερνόταν και το έλεγαν «ριζάρι». Κατά το μεσαίωνα όμως, βρήκαν ότι το χρώμα που έδιναν τα αυγά ενός εντόμου που λέγεται επιστημονικά κέρμης όταν ξεραθούν και πλυθούν με ξύδι, ήταν ο ασύγκριτος ανώτερος τρόπος κόκκινης βαφής για τα μεταξωτά την εποχή αυτή και τα φέσια αργότερα. Τα αυγά αυτά, από μέγεθος σουσαμιού μέχρι πιπέρι, υπήρχανε στις νότιες ακτές της Σικελίας, όπου ζούσε το έντομο αυτό. Υπήρχαν όμως χιλιάδες φορές αφθονότερα στους απέραντους λόγγους από πουρνάρια που αφθονούσαν στη Μεσσηνία και σε καλύτερη ποιότητα μάλιστα. Στη σύναξη λοιπόν αυτής της ζωικής ουσίας που έμοιαζε σαν ένα είδος μαύρες χαντρίτσες, σαν την ψώρα της συκιάς, είχαν επιδοθεί οι Μεσσήνιοι και Μανιάτες που το πουλούσαν με το δράμι στους Βενετσάνους και Γάλλους εμπόρους, για να φτιάχνουν το «κρεμέζι" που είχε μεγαλύτερη πέραση στην αγορά της Τύνιδας, στο Τούνεζι για τη βαφή των φεσιών. Γι' αυτό μέχρι τώρα το κόκκινο βαθύ χρώμα λέγεται και «τουνεζί» (1).

Προς το τέλος της περιόδου κάνει την εμφάνισή του στη διεθνή αγορά ένα ακόμη προϊόν της βουφραδιώτικης γης, το οποίο θα επιφέρει αλλαγές στις γεωργοοικονομικές συνθήκες της περιοχής.

Πρόκειται για το βελανίδι και για το κύπελλο του καρπού αυτού, από το οποίο ελάμβαναν το δεψικό οξύ, χρήσιμο στη βυρσοδεψία και στη βαφική, προϊόν κερδοφόρο. Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, πολύ αργότερα, σε μια αναφορά του μας πληροφορεί ότι κάθε χρόνο γινόταν από τα λιμάνια της Πελοποννήσου εξαγωγή 1.500.000 οκάδων βελανιδιού στη Μασσαλία.

Ο Πάνος Κοσμόπουλος σε μια μελέτη του με θέμα «Γεωργοοικονομικά προβλήματα Πυλίων" (2) μας πληροφορεί για την εκμετάλλευση των βελανιδιών του Κουφιέρου (3) ότι: «...πωλούσαν το κύπελλο του καρπού που είναι μεγάλο και φέρει παχιά, μακρά και πυκνά λέπια. Αυτά περιέχουν 40% τανίνη και εξάγεται με βιομηχανική απόσταξη εκχύλισμα χρήσιμο στη βυρσοδεψία και βαφική (δεψικό οξύ). Η εκμετάλλευση από τους κατοίκους γινόταν ως εξής: Από παράδοση είχαν μοιρασθεί τα δέντρα κατά οικογένειες, οι οποίες τις μέρες του Αυγούστου και Σεπτεμβρίου μάζευαν τα κύπελλα, τα συγκέντρωναν και ομαδικώς τα προωθούσαν στο εμπόριο»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΕΡΠΕΣ: Ιστορία της Μεσσηνίας από της εποχής των Σταυροφοριών μέχρι του 1830, Αθήναι, 1952, σελίδα 29.
  2. ΠΑΝΟΣ Δ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ: Γεωργοοικονομικά ζητήματα (και διαμάχη) Πυλίων στα Καποδιστριακά χρόνια, Πρακτικά Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα, 1987-1988.
  3. Ο Κουφιέρος είναι βουνό της Βουφράδας πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το χωριό Κοντογόνι, ενώ στους πρόποδές του δεσπόζουν τα χωριά Μαργέλι και Μηλιώτη.